- αντιμήνσιο
- Είδος φορητού θυσιαστηρίου, υποκατάστατου της Αγίας Τράπεζας, σε περιπτώσεις που η χρήση της δεν είναι δυνατή, π.χ. σε ιεροτελεστίες στην ύπαιθρο, σε στρατόπεδα κλπ. (αντί + λατ. mensa= τράπεζα). Το α., του οποίου η χρήση ανάγεται στον 8o αι., κατασκευαζόταν αρχικά από ξύλο ή ύφασμα, τελικά όμως επικράτησε η συνήθεια να χρησιμοποιείται μόνον ύφασμα. Το σχήμα του ήταν συνήθως ορθογώνιο παραλληλόγραμμο, διαστάσεων περίπου 65 x 50 εκ. Στις άκρες του ράβονταν παλαιότερα λείψανα μαρτύρων, ενώ στην επιφάνειά του εικονίζεται η ταφή του Χριστού, με τους Ευαγγελιστές στις τέσσερις γωνίες. Το α. κατασκευαζόταν αποκλειστικά από τα τεμάχια της μεγάλης οθόνης που χρησιμοποιείται κατά τον εγκαινιασμό της Αγίας Τράπεζας. Το α. δεν θα πρέπει να συγχέεται με το ειλητό,το ύφασμα εκείνο που δεν φέρει ραμμένα πάνω του λείψανα μαρτύρων.
* * *κ. αντιμήσι, το (Μ ἀντιμήνσιον κ. -μίσιον)τετράγωνο καθαγιασμένο ύφασμα με την παράσταση της ταφής του Κυρίου, το οποίο απλώνεται πάνω στην Αγία Τράπεζα ή την αντικαθιστά κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθετο < αντί + λατ. mensa «τραπέζι»].
Dictionary of Greek. 2013.